Translate

Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου 2014

Mια ιστορία

Όταν φοβόταν κλεινόταν μόνη στο κλουβί της. Ένα κλουβί χρυσό,εφοδιασμένο με του κόσμου όλα τα καλά.Ένα τεράστιο κρεβάτι με πουπουλένιο στρώμα,μαλακό. Παιχνίδια,κούκλες,ξύλινα αλογάκια, καρουζέλ και ένα μικρό κουζινάκι. Είχε του κόσμου τα υλικά για να μπορεί να μαγειρεύει ό,τι της αρέσει . Μπαχάρια,εξωτικά φρούτα, λαχανικά ,όλων των ειδών τις σοκολάτες,ζαχαρωτά.Είχε ακόμη και μηχανή για να φτιάχνει μαλλί της γριάς. Α και μηχανή για ποπ κορν ,σαν του σινεμά. Είχε μια μεγάλη οθόνη σε σχήμα παραθύρου όπου πρόβαλλε ταινίες,εικόνες,παραμύθια. Ήταν το παραθυρό της για τον κόσμο.Είχε και στην κορυφή έναν εξώστη,γυάλινο.

Κλειδωνόταν στο χρυσό κλουβί της,με τη θέλησή της.Περνούσε όμορφα τις μέρες της. Έπαιζε με τις κούκλες, πήγαινε βόλτες με το καρουζέλ,μαγείρευε στο μικρό της κουζινάκι. Και ύστερα όταν μεσημέριαζε κοιμόταν σαν πουλάκι. Το απόγευμα έπινε τσάι με τις κούκλες,καβαλούσε το ξύλινο αλογάκι ,έτοιμη για περιπέτειες και μαγείρευε στο μικρό της κουζινάκι.Και το βράδυ έφτιαχνε ποπ κορν και έβλεπε ταινίες στην οθόνη-παραθυράκι.Τη νύχτα λίγο πριν κοιμηθεί  έβλεπε τα αστέρια,από ψηλά και έκανε ευχές.

Το προτιμούσε ξέρετε. Προτιμούσε να μένει κλεισμένη στο κλουβί της. Είχε ζήσει για ένα διάστημα στον έξω κόσμο.Όταν ήταν παιδί.Μικρό παιδί. Την απογοήτευσε όμως. Γιατί όταν εκείνη ήθελε να παίζει με τις κούκλες, έπρεπε να διαβάζει για το σχολείο. Όταν καβαλούσε την σκούπα και μετατρεπόταν ο κόσμος της σε μαγικό καρουζέλ, την έδειχναν με το δάχτυλο και την κορόιδευαν,ήταν περίεργη έλεγαν. ‘Όταν ανέβαινε στο ξύλινο αλογάκι ,έτοιμη για περιπέτειες ,έπρεπε να φορέσει εκατό ρούχα,να προσέχει,να μην μιλάει σε αγνώστους,να κουβαλάει χρήματα,κινητό,και να παίρνει τη μαμά της μαζί της,που καθόλου όρεξη για περιπέτειες δεν είχε. Όταν ετοιμαζόταν να μαγειρέψει στο κουζινάκι,έπρεπε να ακολουθεί τους κανόνες της συνταγής. Δεν μπορούσε,της έλεγαν,να εφεύρει τη δική της. Και όταν άνοιγε την τηλεόραση για να παρακολουθήσει κάτι, έβλεπε μόνο τρόμο, βία,εγκληματικότητα και φρικτά πράγματα. Όλα μαύρα προβάλλονταν.

Είχε όμως την οικογένειά της,και ήταν αρκετά χαρούμενη. Μα μια μέρα οι γονείς της έγιναν δράκοι και θεριά και τρεφόντουσαν μόνο με το χρήμα.Ξέχασαν την κόρη τους,ξέχασαν ποιοι είναι.

Και έτσι αποφάσισε να φύγει. Μάζεψε τα παιχνίδια της, το ξύλινο αλογάκι,το μικρό κουζινάκι, τα όνειρά της,την όρεξη για περιπέτεια ,αφήνοντας πίσω τα «πρέπει» και τα «μη». Απομακρύνθηκε όσο μπορούσε από την πόλη. Ανέβηκε στο πιο ψηλό δέντρο,σε ένα δάσος και εκεί έχτισε το χρυσό της κλουβί. Μέρα με τη μέρα έψαχνε στα σκουπίδια και ανακάλυπτε μαγικά και υπέροχα πράγματα. Κάπως έτσι έφτιαξε με τα χεράκια της την μηχανή για μαλλί της γριάς και τη μηχανή για ποπ κορν. Με πράγματα από τα σκουπίδια. Με πράγματα που για κάποιους ήταν άχρηστα. Αυτά τα πράγματα, ήταν για εκείνη θησαυρός. Και το δάσος την βοηθούσε στο να συλλέγει την τροφή της. Κάθε μήνα έβρισκε στην βάση του, οτιδήποτε υλικό χρειαζόταν για να φτιάξει τις συνταγές της.

Ήταν περήφανη για τον εαυτό της και αρκετά χαρούμενη. Αλλά υπήρχαν και μουντές μέρες,συννεφιασμένες που τη φόβιζαν. Υπήρχαν μέρες που άκουγε κραυγές ,που θυμόταν τα «πρέπει» και τα «μη» , που φοβόταν να βγει έξω. Μην της ξανά κλέψουν την παιδικότητά της.Που φοβόταν μην την βρουν και την αναγκάσουν να εγκαταλείψει το κλουβί της. Μην γίνει δράκος και θεριό και τρέφεται μόνο με το χρήμα. Μη χάσει το χαμόγελο, τη φαντασία, την ελπίδα.Μην χάσει την ταυτότητά της,μην ξεχάσει ποια είναι. Τότε ,έκανε μέρες να βγει απ’το κλουβί.



Την έλεγαν Άλμα ,ήταν 18 χρονών, και έμενε σ’ ένα  χρυσό κλουβί στην κορυφή του δέντρου.


Τέλος πρώτου μέρους.