Translate

Τρίτη 24 Δεκεμβρίου 2013

Βραδινές σκέψεις

Πάντα ψηλά σαν κοιτάζεις μεσ’ στο σκοτάδι θα δεις, ένα μικρό αστεράκι…

Είναι απίστευτα ωραίο το συναίσθημα , του να κοιτάς τον ουρανό τη νύχτα,με τα χιλιάδες μικροσκοπικά φωτάκια του, τα αστέρια. Ανεκτίμητη αξία. Μόνο να κοιτάς τον ουρανό. Μόνος.
Στην Αθήνα σπάνια μου δίνεται η δυνατότητα αυτή. Ο ουρανός από τα πολλά φώτα της νύχτας και τα καυσαέρια έχει ένα περίεργο γκρι χρώμα. Αστέρια πουθενά εννοείται. Μα ακόμα και εάν μετακινηθείς προς τα βόρεια προάστια, που ίσως να φτιάχνει λίγο το χρώμα του ουρανού, δεν θα δεις ούτε ‘κει πολλά αστέρια.
Εδώ στο νησί όμως, μπορεί κανείς να τα απολαύσει. Έχω ξαπλώσει στην ταράτσα του σπιτιού μου και κοιτώ τον ουρανό. Προσπαθώ να μετρήσω τα αστέρια. Οι σκέψεις μου αρχίζουν να με ταξιδεύουν. Κάπου μακριά , μπορεί να κοιτάζει τον ίδιο ουρανό μ’ αστέρια, το δικό μου άλλο μισό. Ο μεγάλος μου έρωτας , που είναι προορισμένος για μένα. Μπορεί και όχι. Μπορεί να είναι έξω και να παρτάρει, ή να διαβάζει ένα βιβλίο στον καναπέ του , ή να βλέπει τηλεόραση , ή να σαπίζει χαραμίζοντας την ζωή του. Εγώ θα επιλέξω να ονειρευτώ , την πρώτη σκέψη. Γιατί, ευτυχώς, τα όνειρα μας τα αποφασίζουμε εμείς. Εμείς είμαστε οι δημιουργοί τους και κανείς άλλος. Είναι το μοναδικό δικαίωμα που δεν μας το έχουν στερήσει. Ακόμα.
Ξανά γυρνώντας στις σκέψεις μου , σκέφτομαι τι να κάνει ένας αγαπημένος μου αυτή τη στιγμή που κοιτάω εγώ τον ουρανό. Σίγουρα ξέρω ,ότι θα σκέφτεται. Σίγουρα ξέρω ότι είναι θλιμμένος. Ναι, θα το παραδεχτώ. Τον αγαπώ. Η καρδιά μου θέλει να είμαι δίπλα του και να του κρατάω το χέρι ως ένδειξη συμπαράστασης, ή μία τρυφερή αγκαλιά. Αλλά η λογική μου υπερβαίνει, και  με κρατάει μακριά. Εξαιτίας αυτής της λογικής, οι άνθρωποι είναι εγωιστές. Εξαιτίας αυτής της λογικής ,έχουν στερέψει οι ρομαντικοί. Εξαιτίας αυτής της λογικής θα αφήσω άλλον έναν άνθρωπο να φύγει χωρίς την αγάπη μου. Ξεφυσάω… Δανάη καλή μου, είσαι δειλή!
Μόλις είδα ένα αστέρι να πέφτει. Μα δεν πρόλαβα να κάνω ευχή. Και αναρωτιέμαι… τι ευχή θα έκανα ?!Δεν ξέρω… Θα απολαύσω για λίγες στιγμές ακόμη τον ουρανό. Ένα τόσο απλό αλλά μαγικό θέαμα που μας προσφέρει η φύση καθημερινά. Αλλά πόσοι είναι αυτοί που το εκτιμούν? Πόσοι είναι αυτοί που το προσέχουν ? Ο χρόνος, τα προβλήματα μας κρατούν μακριά από τις μικρές ,απλές απολαύσεις της φύσης. Όλοι κάτι έχουμε να προλάβουμε. Κάτι έχουμε να λύσουμε, κάτι που μας απασχολεί. Ο κόσμος έχει αλλάξει.
 Και εκεί είναι που συνειδητοποιώ ότι είμαι πολύ τυχερή που βλέπω αυτόν τον ουρανό, αυτά  τ’αστέρια . Συμβαίνουν τόσα άσχημα στον κόσμο, καθημερινά. Τυφώνες, σεισμοί ,πλημμύρες . Άνθρωποι που αρρωσταίνουν και πεθαίνουν. Συγγενείς που πρέπει να πουν το τελευταίο αντίο. Παιδιά που χάνουν τους γονείς τους ,ξαφνικά. Παιδιά που μεγαλώνουν απότομα. Κατάθλιψη, αυτοκτονίες , δολοφονίες ,δυστυχήματα.  Φθόνος, μίσος, κακία. Αν το καλοσκεφτείς, ο κόσμος είναι μαύρο χάλι. Άνετα μπορεί κάποιος να γίνει απαισιόδοξος μέσα σε 1’ .
Και όμως… εσύ, εγώ πριν γίνουμε απαισιόδοξοι ας σκεφτούμε …πόσες φορές έχουμε απολαύσει τον βραδινό ουρανό με αστέρια ? Ένας ηλιοβασίλεμα στη θάλασσα ? Το θρόισμα των φύλλων ένα χειμωνιάτικο πρωινό ? Τη θάλασσα ? Τα πουλιά που κελαηδούν ? Τις νιφάδες χιονιού ? Τις ακτίνες του ήλιου ? Τη βροχή ? Πόσες φορές τα έχουμε απολαύσει χωρίς μουρμούρα ?!Πόσες φορές έχουμε πει «ευχαριστώ» σε κάποιον που μας βοήθησε ? Πόσες φορές έχουμε πει «καλημέρα» , «καλή συνέχεια» , «είσαι πολύ όμορφος/η» , «ωραία γυαλιά» , σε έναν άγνωστό ? Πόσες φορές έχουμε πει «σ’ αγαπώ» και το έχουμε εννοήσει ?
Αν οι άνθρωποι απολάμβαναν την κάθε τους στιγμή, την απλή και καθημερινή τους ρουτίνα, αν οι άνθρωποι ήταν καλοσυνάτοι και έλεγαν τα παραπάνω στους συνανθρώπους τους τότε ο κόσμος μας δεν θα είχε απαισιόδοξους και μίζερους ανθρώπους. Και τουλάχιστον θα ήταν πιο χαρούμενος και όλοι θα λύναμε τα προβλήματα μας , ευκολότερα.
Και αυτό το «σ’ αγαπώ»! Μία λέξη που για τους ανθρώπους είναι τόσο δύσκολη. Και σαν λέξη και σαν έννοια. Μα το έχουμε ανάγκη. Έχουμε ανάγκη να μας λένε σ’ αγαπώ. Το χρειαζόμαστε. Μα δεν αγάπουν, καλοί μου φίλοι, οι σημερινοί. Δεν αγαπάνε ,με όλη τη σημασία της λέξης. Προτιμούν την αδιαφορία. Ω ναι, επιλέγουν τον «εύκολο» δρόμο. Δεν αφήνουν την αγάπη να ριζώσει στην καρδιά του. Όλοι κουρευτικές μηχανές. Μία παράκληση, από έναν άνθρωπο που έχει αγαπήσει πολύ , αλλά έχει αγαπηθεί λίγο. Μιλήστε! Εκφράστε το θετικό συναίσθημα , πείτε στους ανθρώπους ότι τους αγαπάτε. Είναι ότι καλύτερο δώρο που θα μπορούσατε να προσφέρετε στους δικούς σας ανθρώπους. Και έτσι , θα τους μάθετε ν’ αγαπούν.
Μα είδες πώς σε ταξιδεύουν οι σκέψεις ? Εγώ ξεκίνησα να μετρώ τα’ αστέρια και έφτασα να σκέφτομαι όοολα αυτά!


Γυρνάω στην μοναξιά μου λοιπόν… Να κοιτάτε τον ουρανό τα βράδια. Θα ανακαλύψετε έναν τελείως διαφορετικό κόσμο. Να κοιτάτε τον ουρανό και να λέτε «σ’ αγαπώ» .

Δευτέρα 9 Δεκεμβρίου 2013

Συγγραφή

Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας,την πρώτη μου απόπειρα για γράψιμο...Είναι μια ιστορία που την κάνω εικόνα στις σκέψεις μου αρκετά συχνά που έχει και άλλα μέρη αλλά αποφάσισα να γράψω πρώτα αυτό.
Αν ήμουν συγγραφέας ή παραγωγός θα την έκανα βιβλίο ή ταινία με τίτλο "Ηλιαχτίδες" ή "Η ζωή είναι ωραία " (κλεμμένο).
Αλλά δεν είμαι,οπότε θα αρκεστώ με το να σας την αφηγηθώ εδώ.Αυτό είναι ίσως η μέση της ιστορίας ,αν όχι η αρχή.
Κάτι τελευταίο....δεν είναι αυτοβιογραφία.


Τον κοίταξα που καθόταν στον καναπέ και κοιτούσε τηλεόραση. Παρατήρησα το βλέμμα του.Δεν ήταν καλά. Έκανε πως κοιτούσε τηλεόραση, αλλά ήμουν σίγουρη πως δεν πρόσεχε.Οι σκέψεις του ήταν αλλού. Δεν ήταν καλά σήμερα.  Δεν ήξερα αν έπρεπε να πάω να κάτσω μαζί του ή να τον αφήσω μόνο του. Σκεφτόμουν. Παράτησα τις σκέψεις μου για το τι έπρεπε να κάνω και πήγα και κάθισα δίπλα του. Δεν είπα τίποτα. Άφησα να περάσει ένα λεπτό και του έπιασα το χέρι.Τα κρύα μου χέρια ακούμπησαν τα ζεστά του όμορφα άκρα.Πάλι δεν είπα τίποτα.Δεν χρειάζεται πάντα να μιλάμε.Η σιωπή είναι μαγική και τόσο υπέροχη μερικές φορές.Ούτε αυτός είπε τίποτα.Αλλά μου έσφιξε το χέρι. Ενιωσά καλά.Με χρειαζόταν τελικά και έπραξα σωστά. Ήμουν σίγουρη ότι τη σκεφτόταν .Ήμουν σίγουρη ότι η ψυχή του έκλαιγε και δάκρυζε.
   Δεν είναι εύκολο έτσι και αλλιώς να χάνεις τον άνθρωπο που σε αγαπούσε περισσότερο από κάθε άλλον στον κόσμο.Δεν είναι εύκολο να χάνεις τον άνθρωπο που σε έφερε στη ζωή.Που σε κουβαλούσε για εννέα μήνες στην κοιλιά του.Που  μάλωσε για σένα,που σε υπερασπίστηκε ακόμα και εάν ήξερε πως έχεις άδικο,που γέλασε μαζί σου,που προσπάθησε να σε καταλάβει,που άλλαξε τα πιστευω του,που σε έκανε αυτόν που είσαι τώρα.Δεν είναι εύκολο να χάνεις τη μητέρα σου.Το ξέρω. Το ξέρω γιατί ούτε και μένα μου είναι εύκολο. Όταν ο Πέτρος έχασε τη μαμά του,εγώ είχα ακόμα τη δική μου. Παρ’όλα αυτά δεν τις είχα εκφράσει ποτέ τα θετικά μου συναισθήματα.Σπάνια της έλεγα «σ’αγαπώ». Δεν μου ήταν εύκολο ξέρετε.Ένα από τα μεγάλα μειονεκτήματα μου είναι ότι δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω τα λόγια ,ως τρόπο έκφρασης. Τέλος πάντων. Μετά από τρεις μήνες από τον θάνατο της μητέρας του Πέτρου,έχασα και εγώ τη δική. Αν και από τελείως διαφορετική αιτία. Αυτοκινητιστικό. Τόσο ξαφνικά.
   Του κρατούσα για 5’ λεπτα το χέρι.Ώσπου με άφησε.Σηκώθηκε και βγήκε στο μπαλκόνι. Πήγε να κλάψει.Δεν θα τον άφηνα μόνο.Είμαστε εκεί ο ένας για τον άλλον. Θα τον στηρίξω με τον δικό μου τρόπο.Βγήκα έξω και τον είδα καθισμένο κάτω,μέσα στο κρύο της Αθήνας, με το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια.Το κορμί του να συσπάται και η ανάσα του να είναι γρήγορη.Έκλαιγε.Πήγα κάθησα δίπλα του και αγκάλιασα το κορμί του.Ο αγαπημένος μου «αδερφός» γύρησα και με το κεφάλι σκυφτό με αγκάλιασε.Τον έσφηξα στην αγκαλιά μου ,για να του δείξω ότι δεν είναι μόνος.Μείναμε έτσι για κανένα 10’ ώσπου ηρέμησε.
   Σήκωσε το κεφάλι και μου είπε «μου λείπει.Θέλω να τη δω,θέλω να της μιλήσω».Τον κοίταξα και δεν είπα τίποτα.Σηκώθηκα μονάχα και του είπα «Σήκω.Φόρεσε μπουφάν,βάλε παπούτσια και έλα».Ακολούθησε την εντολή μου σιωπηλά.Τον έπιασα από το χέρι και βγήκαμε απ’το σπίτι. Στην αρχή δεν ήξερα πού πηγαίναμε.Αν και πολύ κρύο,ο ήλιος  έλαμπε και οι ακτίνες του φώτιζαν τα λυπημένα πρόσωπά μας.Για μια στιγμή σταμάτησα και προσπάθησα να κοιτάξω τον ήλιο.Τόσο όμορφος,αλλά κανείς δεν μπορεί να τον δει με ανοιχτά τα μάτια.Τα έκλεισα. Τότε τον είδα,τον ένιωσα.Ζέστανε την ψυχή μου.Και τότε βρήκα τον προορισμό μας.Ήξερα που θα πηγαίναμε.
Ακολούθησαμε τον κεντρικό δρόμο,στρίψαμε δεξιά και μετά όλο ευθεία. Ο Πέτρος δεν μίλησε καθόλου την ώρα της διαδρομής.Μου κρατούσε όμως το χέρι και με ακολουθουσε.Μεγάλο πράγμα η εμπιστοσύνη.Φτάσαμε. Περάσαμε το μικρο ανθοπωλείο και μπήκαμε στον μικρό εκκλησσάκι. Πήγαμε ανάψαμε ένα κεράκι για τις αγαπημένες μας και βγήκαμε έξω.
   Η αλήθεια είναι ότι ούτε εγώ ούτε ο Πέτρος πιστεύαμε πολύ στο Θεό.Εγώ πιστεύω σε μια ανώτερη δύναμη. Δεν ξέρω τι είναι αυτό.Νομίζω πάντως ότι όλα αυτά περί Θεού είναι ιστορίες των ανθρώπων.Ο άνθρωπος ανέκαθεν είχε την ανάγκη να πιστεύει καπου.Η πίστη είναι μητέρα της ελπίδας.Και η ελπίδα δίνει στον άνθρωπο το παράθυρο με το φως,που χρειάζεται στη ζωή του.Όλοι έχουμε την ανάγκη να πιστεύουμε σε μία δύναμη,σε κάτι εξωπραγματικό.Αλλά νομίζω ότι εκείνη τη στιγμή ,το νεκροταφείο ήταν το μοναδικό μέρος που θα μπορούσαμε να «’ερθουμε σε επαφή» με τις αγαπημένες μας.Αν και εκείνες έχουν ενταφιαστεί στο νησί μας,στην Αθήνα και στο συγκεκριμένο νεκροταφείο,ήταν ο τάφος του παππού μου.
   Περπατήσαμε λοιπόν και φτάσαμε σ’αυτόν τον τάφο. Είπα στον Πέτρο «κλείσε τα μάτια και ‘κοίταξε ‘ τον ήλιο» .Και περίμενε. Κρατιόμασταν ακόμα χέρι με χέρι. Ώσπου την ένιωσα. Μέσα μου αυτή τη ζεστασιά που δεν μπορώ να σας την περιγράψω. Ήταν τόσο δυνατή σαν να ήμουν εγώ η ίδια ο ήλιος.Και την είδα.Είδα τη  μαμά μου. Παρουσιάστηκε μπροστά μου πιο νέα,φορώντας ένα περίεργο φουστάνι. Έλαμπε. Δεν μπορούσα να τρομάξω.Η ζεστασιά με έκανε να νιώθω ατρόμητη. Η μαμά μου ήταν εκεί και μου έστελνε καρδιές. Μικρές καρδιές όμορφες.Μου χαμογέλασε και ψιθύρισε  «Ξέρω ότι μ’αγαπάς. Το βλέπω στην ψυχή σου.Και επίσης ξέρω ότι και ο Πέτρος σ’αγαπά. Γι αυτό να τον προσέχεις και να μην τον αφήσεις ποτέ!» και σιγά σιγά απομακρύνθηκε μέχρι που εξαφανίστηκε τελείως. Άνοιξα τα μάτια μου και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου. Γύρισα και κοίταξα τον Πέτρο. Είχε και εκείνος ανοίξει τα μάτια του. Τον κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια του και κατάλαβα ότι είχε επικοινωνήσει και αυτός με τη μαμά του. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά.
   «Ευχαριστώ» μου ψιθύρισε στο αυτί και με φίλησε στο κεφάλι. Πιαστήκαμε αγκαζέ και κινήσαμε πάλι προς το σπίτι.