Θα ήθελα να μοιραστώ μαζί σας,την πρώτη μου απόπειρα για γράψιμο...Είναι μια ιστορία που την κάνω εικόνα στις σκέψεις μου αρκετά συχνά που έχει και άλλα μέρη αλλά αποφάσισα να γράψω πρώτα αυτό.
Αν ήμουν συγγραφέας ή παραγωγός θα την έκανα βιβλίο ή ταινία με τίτλο "Ηλιαχτίδες" ή "Η ζωή είναι ωραία " (κλεμμένο).
Αλλά δεν είμαι,οπότε θα αρκεστώ με το να σας την αφηγηθώ εδώ.Αυτό είναι ίσως η μέση της ιστορίας ,αν όχι η αρχή.
Κάτι τελευταίο....δεν είναι αυτοβιογραφία.
Τον κοίταξα που καθόταν στον καναπέ και κοιτούσε τηλεόραση. Παρατήρησα
το βλέμμα του.Δεν ήταν καλά. Έκανε πως κοιτούσε τηλεόραση, αλλά ήμουν σίγουρη
πως δεν πρόσεχε.Οι σκέψεις του ήταν αλλού. Δεν ήταν καλά σήμερα. Δεν ήξερα αν έπρεπε να πάω να κάτσω μαζί του
ή να τον αφήσω μόνο του. Σκεφτόμουν. Παράτησα τις σκέψεις μου για το τι έπρεπε
να κάνω και πήγα και κάθισα δίπλα του. Δεν είπα τίποτα. Άφησα να περάσει ένα
λεπτό και του έπιασα το χέρι.Τα κρύα μου χέρια ακούμπησαν τα ζεστά του όμορφα
άκρα.Πάλι δεν είπα τίποτα.Δεν χρειάζεται πάντα να μιλάμε.Η σιωπή είναι μαγική
και τόσο υπέροχη μερικές φορές.Ούτε αυτός είπε τίποτα.Αλλά μου έσφιξε το χέρι.
Ενιωσά καλά.Με χρειαζόταν τελικά και έπραξα σωστά. Ήμουν σίγουρη ότι τη
σκεφτόταν .Ήμουν σίγουρη ότι η ψυχή του έκλαιγε και δάκρυζε.
Δεν είναι εύκολο έτσι
και αλλιώς να χάνεις τον άνθρωπο που σε αγαπούσε περισσότερο από κάθε άλλον
στον κόσμο.Δεν είναι εύκολο να χάνεις τον άνθρωπο που σε έφερε στη ζωή.Που σε
κουβαλούσε για εννέα μήνες στην κοιλιά του.Που
μάλωσε για σένα,που σε υπερασπίστηκε ακόμα και εάν ήξερε πως έχεις άδικο,που
γέλασε μαζί σου,που προσπάθησε να σε καταλάβει,που άλλαξε τα πιστευω του,που σε
έκανε αυτόν που είσαι τώρα.Δεν είναι εύκολο να χάνεις τη μητέρα σου.Το ξέρω. Το
ξέρω γιατί ούτε και μένα μου είναι εύκολο. Όταν ο Πέτρος έχασε τη μαμά του,εγώ
είχα ακόμα τη δική μου. Παρ’όλα αυτά δεν τις είχα εκφράσει ποτέ τα θετικά μου
συναισθήματα.Σπάνια της έλεγα «σ’αγαπώ». Δεν μου ήταν εύκολο ξέρετε.Ένα από τα
μεγάλα μειονεκτήματα μου είναι ότι δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω τα λόγια ,ως
τρόπο έκφρασης. Τέλος πάντων. Μετά από τρεις μήνες από τον θάνατο της μητέρας
του Πέτρου,έχασα και εγώ τη δική. Αν και από τελείως διαφορετική αιτία. Αυτοκινητιστικό.
Τόσο ξαφνικά.
Του κρατούσα για 5’ λεπτα το χέρι.Ώσπου με άφησε.Σηκώθηκε
και βγήκε στο μπαλκόνι. Πήγε να κλάψει.Δεν θα τον άφηνα μόνο.Είμαστε εκεί ο ένας
για τον άλλον. Θα τον στηρίξω με τον δικό μου τρόπο.Βγήκα έξω και τον είδα
καθισμένο κάτω,μέσα στο κρύο της Αθήνας, με το κεφάλι ανάμεσα στα πόδια.Το
κορμί του να συσπάται και η ανάσα του να είναι γρήγορη.Έκλαιγε.Πήγα κάθησα
δίπλα του και αγκάλιασα το κορμί του.Ο αγαπημένος μου «αδερφός» γύρησα και με
το κεφάλι σκυφτό με αγκάλιασε.Τον έσφηξα στην αγκαλιά μου ,για να του δείξω ότι
δεν είναι μόνος.Μείναμε έτσι για κανένα 10’ ώσπου ηρέμησε.
Σήκωσε το κεφάλι και μου είπε «μου λείπει.Θέλω να τη δω,θέλω
να της μιλήσω».Τον κοίταξα και δεν είπα τίποτα.Σηκώθηκα μονάχα και του είπα «Σήκω.Φόρεσε
μπουφάν,βάλε παπούτσια και έλα».Ακολούθησε την εντολή μου σιωπηλά.Τον έπιασα
από το χέρι και βγήκαμε απ’το σπίτι. Στην αρχή δεν ήξερα πού πηγαίναμε.Αν και
πολύ κρύο,ο ήλιος έλαμπε και οι ακτίνες
του φώτιζαν τα λυπημένα πρόσωπά μας.Για μια στιγμή σταμάτησα και προσπάθησα να
κοιτάξω τον ήλιο.Τόσο όμορφος,αλλά κανείς δεν μπορεί να τον δει με ανοιχτά τα
μάτια.Τα έκλεισα. Τότε τον είδα,τον ένιωσα.Ζέστανε την ψυχή μου.Και τότε βρήκα
τον προορισμό μας.Ήξερα που θα πηγαίναμε.
Ακολούθησαμε τον κεντρικό δρόμο,στρίψαμε δεξιά και μετά όλο
ευθεία. Ο Πέτρος δεν μίλησε καθόλου την ώρα της διαδρομής.Μου κρατούσε όμως το
χέρι και με ακολουθουσε.Μεγάλο πράγμα η εμπιστοσύνη.Φτάσαμε. Περάσαμε το μικρο ανθοπωλείο και μπήκαμε στον μικρό
εκκλησσάκι. Πήγαμε ανάψαμε ένα κεράκι για τις αγαπημένες μας και βγήκαμε έξω.
Η αλήθεια είναι ότι ούτε εγώ ούτε ο Πέτρος πιστεύαμε πολύ
στο Θεό.Εγώ πιστεύω σε μια ανώτερη δύναμη. Δεν ξέρω τι είναι αυτό.Νομίζω πάντως
ότι όλα αυτά περί Θεού είναι ιστορίες των ανθρώπων.Ο άνθρωπος ανέκαθεν είχε την
ανάγκη να πιστεύει καπου.Η πίστη είναι μητέρα της ελπίδας.Και η ελπίδα δίνει
στον άνθρωπο το παράθυρο με το φως,που χρειάζεται στη ζωή του.Όλοι έχουμε την
ανάγκη να πιστεύουμε σε μία δύναμη,σε κάτι εξωπραγματικό.Αλλά νομίζω ότι εκείνη
τη στιγμή ,το νεκροταφείο ήταν το μοναδικό μέρος που θα μπορούσαμε να «’ερθουμε
σε επαφή» με τις αγαπημένες μας.Αν και εκείνες έχουν ενταφιαστεί στο νησί μας,στην
Αθήνα και στο συγκεκριμένο νεκροταφείο,ήταν ο τάφος του παππού μου.
Περπατήσαμε λοιπόν και φτάσαμε σ’αυτόν τον τάφο. Είπα στον
Πέτρο «κλείσε τα μάτια και ‘κοίταξε ‘ τον ήλιο» .Και περίμενε. Κρατιόμασταν
ακόμα χέρι με χέρι. Ώσπου την ένιωσα. Μέσα μου αυτή τη ζεστασιά που δεν μπορώ
να σας την περιγράψω. Ήταν τόσο δυνατή σαν να ήμουν εγώ η ίδια ο ήλιος.Και την
είδα.Είδα τη μαμά μου. Παρουσιάστηκε
μπροστά μου πιο νέα,φορώντας ένα περίεργο φουστάνι. Έλαμπε. Δεν μπορούσα να
τρομάξω.Η ζεστασιά με έκανε να νιώθω ατρόμητη. Η μαμά μου ήταν εκεί και μου
έστελνε καρδιές. Μικρές καρδιές όμορφες.Μου χαμογέλασε και ψιθύρισε «Ξέρω ότι μ’αγαπάς. Το βλέπω στην ψυχή σου.Και
επίσης ξέρω ότι και ο Πέτρος σ’αγαπά. Γι αυτό να τον προσέχεις και να μην τον
αφήσεις ποτέ!» και σιγά σιγά απομακρύνθηκε μέχρι που εξαφανίστηκε τελείως. Άνοιξα
τα μάτια μου και δάκρυα έτρεχαν από τα μάτια μου. Γύρισα και κοίταξα τον Πέτρο.
Είχε και εκείνος ανοίξει τα μάτια του. Τον κοίταξα βαθιά μέσα στα μάτια του και
κατάλαβα ότι είχε επικοινωνήσει και αυτός με τη μαμά του. Αγκαλιαστήκαμε σφιχτά.
«Ευχαριστώ» μου ψιθύρισε στο αυτί και με φίλησε στο κεφάλι. Πιαστήκαμε
αγκαζέ και κινήσαμε πάλι προς το σπίτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου