H Άλμα και η ψυχή της δεν ήταν καλά. Ήταν από αυτές τις μέρες
που το μυαλό της έπαιζε παιχνίδια. Ήταν από αυτές τις μέρες που ονειρευόταν ότι
μπορεί να πετάει,πως ταξίδευε σε όλο τον κόσμο, στα σύννεφα τα ροζ της ανατολής
και τα μολυβένια σύννεφα της δύσης. Που συναντούσε κάθε λογής περίεργα πλάσματα
που είχαν κάτι να της διδάξουν. Πως χόρευε πάνω στο νερό και από κάτω της κολυμπούσαν
δελφίνια και πολύχρωμα ψάρια. Πως άκουγε τη μελωδία του ανέμου και την
περέσυρε σε άλλα μονοπάτια.
Όταν η Άλμα χανόταν στα ταξίδια του μυαλού της,μπορούσε να
κοιμάται επί μέρες. Το πρόβλημα ήταν όταν ξυπνούσε.Καθώς όταν ξυπνούσε
,σταματούσαν όλα. Δεν μπορούσε να ονειρεύεται ξύπνια. Ή τουλάχιστον έτσι
νόμιζε. Αυτό που σίγουρα ήξερε,ήταν ότι όταν ξυπνούσε δε μπορούσε να πετάει.
Ακόμα και εάν το χρυσό κλουβί της ήταν στην κορυφή του δέντρου. Δεν είχε
προσπαθήσει. Μα πως θα μπορούσε έτσι και αλλιώς να πετάξει?Αφού δεν είχε φτερά.
Και καθόταν και έκλαιγε.Και δεν είχε όρεξη για τίποτα.
Εκείνη την μέρα λοιπόν είχε ξυπνήσει από το πιο όμορφο
όνειρο. Έκλαιγε πολύ. Κάθισε στην άκρη του κλουβιού της και κοίταξε τον ήλιο.
Δε μπορούσε να τον κοιτάξει,τυφλώθηκε. Έκλεισε τα μάτια και σήκωσε το κεφάλι της
προς το μέρος του ήλιου. Η ζεστασιά τους πλημμύρισε όλο της το κορμί.
Αισθάνθηκε ότι μπορεί να κάνει τα πάντα. Μα γιατί να μην μπορούσε να το
αισθανθεί αυτό όταν είχε τα μάτια της ανοιχτά?
Το βράδυ και αφού είχε ξοδέψει όλα της τα δάκρυα στην
απελπισία,βγήκε στον εξώστη ,κοίταξε τα αστέρια και τους ψιθύρισε «Θέλω να μάθω
να πετάω.Θέλω να έρθω να σας βρω και να γελάσουμε μαζί.» Και κατέβηκε απ’τον
εξώστη και κοιμήθηκε.
Την επόμενη μέρα όταν ξύπνησε, κατάλαβε πως δεν είχε δει
κάποιο όνειρο και παραξενεύτηκε. Ήταν καλύτερα από χθες. Ξεκίνησε να μαγειρεύει cupcakes στο μικρό της κουζινάκι. Ώσπου άκουσε ένα χτύπο. Ερχόταν απ’τον
εξώστη. Ανέβηκε και βγήκε έξω. Και τότε είδε το πιο περίεργο αγόρι που έχει δει ποτέ της. Ήταν ένα ψιλό
αγόρι,με μαύρα αχτένιστα μαλλιά. Φορούσε ένα καρό πορτοκαλί παντελόνι και ένα
μπλε σκούρο μάλλινο γιλέκο. Στα μαλλιά του είχε σκόνη και φύλλα.
«Γεια σου Άλμα» της είπε.
«Εεεε γεια. Μα πως ξέρεις το ονομά μου,ποιος είσαι?» του
αποκρίθηκε όλο περιέργεια.
«Είμαι ο Xουντ. Διάβασα την ετικέτα που έχεις στην πόρτα του
κλουβιού σου.» Στην πραγματικότητα,ο Χουντ της είπε ψέματα.Δεν είχε διαβάσει καμία ετικέτα.Τον είχαν
στείλει τα αστέρια. Ο Χουντ ήρθε για να μάθει στην Άλμα να πετά.
Τα αστέρια είναι μαγικά. Καθώς το βράδυ της εικοστής δευτέρας Ιουλίου δεν είχε ψιθυρίσει μόνο ένα κορίτσι την ευχή του στα αστέρια. Την είχε ψιθυρίσει και ένα αγόρι. Και μετά από αυτό το βράδυ,τίποτα δεν συνέβη τυχαία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου