Translate

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2015

Πονάει

 Ρήμα[επεξεργασία]

πονώ και πονάω ασυναίρετο
  1. (αμετάβατο) νιώθω πόνο, σωματικό ή ψυχικό
    χτύπησε και πονάει πολύ
    • στο γ' πρόσωπο, για μέλη ή όργανα του σώματος
      πονάει το πόδι μου - νιώθω πόνο στο πόδι
  2. (μεταβατικό) προκαλώ πόνο σωματικό ή ψυχικό σε κάποιον
    με πονάει η αδιαφορία του
  3. (μεταβατικό) συμπονώ κάποιον, νοιάζομαι για κάποιον
    τον πονάω το φίλο μου 


    "Η Αγάπη δεν είναι ένας αγώνας νίκης.Είναι ένα κρύο και σπασμένο αλληλούια.
    Ότι έμαθα για την αγάπη, είναι πως να σκοτώνεις κάποιον που σε πλαισίωνε.
    Και δεν είναι κλάμα αυτό που ακούς τα βράδια, δεν είναι κάποιος που είδε το φως,
    είναι ένα κρύο και σπασμένο αλληλούια."

    Η αγάπη πονάει. Ή μάλλον όχι η αγάπη, ο έρωτας.
    Αυτό έμαθα και εγώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου