Ρήμα[επεξεργασία]
πονώ και πονάω ασυναίρετο
- (αμετάβατο) νιώθω πόνο, σωματικό ή ψυχικό
- χτύπησε και πονάει πολύ
- στο γ' πρόσωπο, για μέλη ή όργανα του σώματος
- πονάει το πόδι μου - νιώθω πόνο στο πόδι
- (μεταβατικό) προκαλώ πόνο σωματικό ή ψυχικό σε κάποιον
- με πονάει η αδιαφορία του
- (μεταβατικό) συμπονώ κάποιον, νοιάζομαι για κάποιον
- τον πονάω το φίλο μου
- "Η Αγάπη δεν είναι ένας αγώνας νίκης.Είναι ένα κρύο και σπασμένο αλληλούια.
- Ότι έμαθα για την αγάπη, είναι πως να σκοτώνεις κάποιον που σε πλαισίωνε.
- Και δεν είναι κλάμα αυτό που ακούς τα βράδια, δεν είναι κάποιος που είδε το φως,
- είναι ένα κρύο και σπασμένο αλληλούια."
- Η αγάπη πονάει. Ή μάλλον όχι η αγάπη, ο έρωτας.
- Αυτό έμαθα και εγώ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου